συλληπτός

συλληπτός
-ή, -όν, Μ [συλλαμβάνω]
αυτός που έχει συνενωθεί με κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεοσύλληπτος — θεοσύλληπτος, ον (Μ) (για την Παναγία) αυτή που συνέλαβε θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύλληπτος (< συλλαμβάνω), πρβλ. αρτι σύλληπτος, α σύλληπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”